- μονόχορδος
- η , ο [ος , ον ] 1.1) муз. однострунный; 2) см. μονότονος 1; 2. (τό ) муз. , физ. монохорд
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μονόχορδος — η, ο (ΑΜ μονόχορδος, ον) 1. αυτός που έχει μία μόνο χορδή 2. το ουδ. ως ουσ. το μονόχορδο(ν) μουσικό όργανο με μία χορδή, κινητό καβαλάρη και παραλληλόγραμμο ηχείο, που χρησιμοποιήθηκε στην αρχαιότητα για τη μέτρηση και τη θεωρητική αναπαράσταση… … Dictionary of Greek
μονόχορδος — η, ο 1. αυτό που έχει μια χορδή: Μονόχορδο όργανο. 2. μτφ., μονότονος, μονότροπος: Είναι μονόχορδος και βαριέσαι να τον ακούς να μιλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μονόχορδον — μονόχορδος with masc/fem acc sg μονόχορδος with neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονοχόρδου — μονόχορδος with masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μονόχορδα — μονόχορδος with neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek
μονοχορδίζω — (Α) [μονόχορδος] μετρώ τα διαστήματα με το ειδικό όργανο μονόχορδο … Dictionary of Greek
μονοχόρδιον — μονοχόρδιον, τὸ (Μ) [μονόχορδος] μουσικό όργανο με μια μόνο χορδή … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek